διανοίγω

διανοίγω
(AM διανοίγω)
1. δημιουργώ άνοιγμα
2. ανοίγω λίγο, μόλις ανοίγω, ανοίγω κάτι διαχωρίζοντάς το
αρχ.-μσν.
ερμηνεύω, αναπτύσσω, εξηγώ
αρχ.
1. ανατέμνω νεκρό σώμα
2. κατανοώ πλήρως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διανοίγω — διανοίγω, διάνοιξα βλ. πίν. 21 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διανοίγω — διάνοιξα, διανοίχτηκα, διανοιγμένος, δημιουργώ πέρασμα: Διάνοιξαν καινούρια μεγάλη σήραγγα, για το πέρασμα του τρένου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διανοίγῃ — διανοίγω lay open pres subj mp 2nd sg διανοίγω lay open pres ind mp 2nd sg διανοίγω lay open pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίξουσι — διανοίγω lay open aor subj act 3rd pl (epic) διανοίγω lay open fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανοίγω lay open fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίξουσιν — διανοίγω lay open aor subj act 3rd pl (epic) διανοίγω lay open fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) διανοίγω lay open fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοίξω — διανοίγω lay open aor subj act 1st sg διανοίγω lay open fut ind act 1st sg διανοίγω lay open aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανεῳγμένον — διανοίγω lay open perf part mp masc acc sg διανοίγω lay open perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανεῳγότα — διανοίγω lay open perf part act neut nom/voc/acc pl διανοίγω lay open perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοιγομένων — διανοίγω lay open pres part mp fem gen pl διανοίγω lay open pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διανοιγέντα — διανοίγω lay open aor part pass neut nom/voc/acc pl διανοίγω lay open aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”